- ιξοφόρος
- ο (Α ἰξοφόρος, -ον)ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)αρχ.(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, μισθο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.